- κατακαρπώ
- κατακαρπῶ, -όω (Α) [κατάκαρπος]προσφέρω με φωτιά καρπούς ως θυσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακάρπῳ — κατάκαρπος fruitful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακάρπωσις — κατακάρπωσις, ἡ (Α) [κατακαρπώ] η κατάκαυση … Dictionary of Greek